Σχεδόν πια ναυτικός
Η εικαστική σύνθεση εξωφύλλου είναι βασισμένη σε έργο της ζωγράφου Ντόρας Αντωνιάδου
Ελληνικά Γράμματα / 2001
Η εικαστική σύνθεση εξωφύλλου είναι βασισμένη σε έργο της ζωγράφου Ντόρας Αντωνιάδου
Ελληνικά Γράμματα / 2001
Ο σολομός με άνηθο
με φυλακίζει το βλέμμα σου
η γαλοπούλα με δαμάσκηνα
αυτό μόνο με απελευθερώνει
τα λαχανικά σουφλέ
μέσα στο κλειστό δωμάτιο
όλα υπάρχουν
ανεμοδούρες και αέρηδες
κάβοι και κανάλια
τα κεριά αναμμένα
οι ιστορίες που δεν άρχισαν
μην ξεχάσεις να χαμογελάς, σου πάει
να με κοιτάς, μου αρέσει.
Κουράστηκα να χαμογελώ
βρίσκω την ελπίδα εκεί που τη χάνω
τρέχω δίπλα στα παιδιά
ακούω τις ιστορίες τους
– τόσο απλός ο κόσμος του ονείρου –
τα σύννεφα γέμισαν καρφιά
τα αιδοία έγιναν βιβλίο
τα μάτια σου ξάνοιξαν.
Το κίτρινο φέτος είναι στη μόδα
το κίτρινο στα μαγιό
ωραία κορμιά έτρεξαν να ντυθούν
στρατιωτάκια πια, δεν ξεχωρίζουν
– τι κρίμα –
ευτυχώς που δεν ακούω τις λέξεις τους
ευτυχώς.
Δίπλα άρχισαν να χορεύουν
ποτέ μου δεν τα κατάφερα
βήματα άρρυθμα
ματιές ανταλλάχθηκαν
ο έρωτας οδηγεί
όρθιος
πέταξα τη ντροπή
να δίνεις χωρίς παύσεις
Το ψυγείο άδειο
και απόψε.
Εσύ, άγνωστη αποδέκτης ποιημάτων
Άγουρη στον πόνο τούτο
Μάθε πως ταξιδεύω, χρόνια τώρα
Σε κόλαση ηθικής
Σε παράδεισο αισθήσεων και αισθημάτων
Χωρίς προορισμό
συμβιβασμούς
και τέλος
Η συλλογή «Σχεδόν πια ναυτικός» χωρισμένη σε δυο ενότητες «Ιεροφάντες» και «Το παγωμένο φεγγάρι» κάνει ορατό το αόρατο και αισθητό το νοούμενο προβάλλοντας την ομορφιά των πραγμάτων. Ο ποιητής ως «ιεροφάντης» μας μυεί σε μυστήρια «γόνιμων τοπίων».
Στο τρίτο μέρος της, που συνιστά κατ’ ουσία μια παραλλαγή με τίτλο «Ετερόκλητα» περιλαμβάνει δύο μικρά πεζά: «Στο καζίνο» και «Μήνας φωτός».
Μια διαδρομή με ή χωρίς «μάρτυρες και μαρτυρίες» σε μια θάλασσα αδηφάγα, απρόσμενη κι ελπιδοφόρα. Η ποίηση του Νίκου Τομαρά προσφέρει ένα αίσθημα λησμονημένο αδρής αθωότητας, καθώς προσθέτει στο απέραντο τοπίο της νεοελληνικής ποίησης την προσωπική ματιά ενός ανθρώπου που χτίζει εικόνα την εικόνα τον λόγο του. Αγγίζει έτσι κι όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με το απόκρυφο της ποιητικής δημιουργίας: «Τα πιο καλά που ζήσαμε / στα πιο απλά».
Στην ποίησή του ο έρωτας είναι κυρίαρχος αλλά φυγόκεντρος. Εμπλέκεται με την αναζήτηση του άλλου, παρατηρεί τους γύρω και αφηγείται μικρές απόπειρες ζωής: «Ταξίδι με κατεβασμένα πανιά / πιο μακριά να μην υπάρχει / πιο κοντά να μη γίνεται» αφού ταυτόχρονα μοιράζεται μαζί μας το αίσθημα ότι « το καλοκαίρι πλησιάζει, η φωτιά μέσα μας».
Εφημ. Αγγελιαφόρος 27/4/2002
Περιοδικό ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, τεύχ. 63, Αύγ.- Οκτ. 2002
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Βιβλιοθήκη), 3/5/2002
Εφημερίδα ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ, 27/4/2002
Περιοδικό Εντός, Χειμώνας 2001-2002
Εφημερίδα ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ, 24/12/2001
Φορούσες μάλλινο γιλέκο
λευκό πουκάμισο
τζιν παντελόνι
Περπατούσες δίπλα στα ορμητικά
νερά του ποταμού
ο ήχος τους να τρυπάει τα τύμπανα
γυμνά γκρίζα δέντρα παντού.
Θυμάμαι πάλι:
κατακόκκινο, μάλλινο γιλέκο
ριγέ, λευκό πουκάμισο
μπλε, τζιν παντελόνι.
Νύχτα πάνω στη νύχτα
και το μυαλό σου λέμβος
ακυβέρνητη κραύγαζε:
Η ζωντάνια δεν περπατά με τη σιγουριά.
Σκαλίζεις αθόρυβα
λέξεις και φλοίδες φθαρμένων δέντρων στα ίδια δωμάτια ξενοδοχείων ονειρεύεσαι αμήχανος στην
παντοδυναμία
του ορίζοντα
στην αγκαλιά των τεσσάρων τοίχων καλώδια ξηλώνεις
να φτάσεις στα άκρα
διηγήσεις χαράς και δακρύων
από το παρελθόν από το μέλλον κατακαλόκαιρο ή καταχείμωνο
καμιά σημασία
σμήνος ωρών πάνω σε μια μηχανή
με το γκάζι πατημένο
σε μια ψευδαίσθηση αθανασίας
(από τη συλλογή «Σχεδόν πια ναυτικός»)
Μου άρεσε να παίζω, να τζογάρω, να παίρνω ρίσκο. Όλη μου η ζωή ήταν ένα ρίσκο! Και αυτό είχε κάτι από ευχή και κατάρα μαζί. Οι συνοδοί μου έτοιμοι για όλα, όπως και εγώ. Έβλεπα να ερεθίζονται στη θέα μου και ετοιμάζονταν για να με απολαύσουν στο τέλος κάθε παιχνιδιού, ή στο τέλος της βραδιάς αφού ψώνιζαν και άλλες κυρίες τις στιγμές που εγώ χανόμουν στα βαθιά νερά του τζόγου.
Είχα έντονη την αίσθηση της έκθεσής μου. Ήμουν και δεν ήμουν γυναίκα κανενός. Μεγάλη χαρά και μεγάλη λύπη. Μόνη, πολλές βραδιές άφηνα τα άπληστα μάτια να με γδύνουν και να με παρασύρουν σε δρόμους ηδονής. Άλλες φορές εγώ παρέσυρα συμπαίχτες της βραδιάς στα όργια της φαντασίας μου.
Ένα παιχνίδι χωρίς αρχή και τέλος γεμάτο σπέρμα και αίμα, ένα παιχνίδι απρόβλεπτο. Τα πρωινά ξυπνούσα με μια ευφορία ανάμικτη με ένα αίσθημα κενού. Έπαιρνα τους δρόμους για να ξεχαστώ στις βιτρίνες, να αφήσω τον χρόνο και τον ήλιο να επουλώσει τις πληγές, να μπορέσω το βράδυ πάλι να φορέσω το καινούριο μου φόρεμα και να πρωταγωνιστήσω στο στρογγυλό πράσινο τραπέζι που νόμιζα πως δε λειτουργεί χωρίς εμένα.