Παρήλιον
Πίνακας εξώφυλλου: Ντόρα Αντωνιάδου
Οδός Πανός / 1999
Πίνακας εξώφυλλου: Ντόρα Αντωνιάδου
Οδός Πανός / 1999
Ίσως έμπλεξα
χρώματα του σκοταδιού και της μέρας
τοποθέτησα
τη βιόλα στη σκορπισμένη θάλασσα
το όμποε στη φλογισμένη ακρογιαλιά
το πιάνο στα ηδυπαθή δάκτυλα
την τρομπέτα με το κόρνο σε χοάνες ακοής
το ακορντεόν πίσω από την ορχήστρα
Ίσως έμπλεξα τη μουσική με το κορμί
το χορό του μαέστρου με τις νότες
Πάντως, ήσουν εκεί
για να σφίξεις το χέρι
να στερήσεις τη ματιά
Στο τέλος της συναυλίας
όλοι χειροκρότησαν
σε θαύμασαν
Υπερήφανος
είδα να υποκλίνεσαι
να κοιτάς στο άπειρο
να ευχαριστείς
και να φεύγεις βιαστικά
χωρίς εμένα
Ο χρόνος κύλησε
η αγάπη άντεξε
με ποίηση
χρώματα
σκίτσα πόθου
Ο χρόνος κύλησε
εμείς μαζί μα χωριστά
Μεγάλωσαν τα παιδιά
η έλλειψη
η πίκρα
οι ρυτίδες
Ο θάνατος μάς ένωσε
τέφρα φλογερών εραστών
Τα χρόνια πέρασαν
και τα επίγεια παρελθόν
Εμείς, θαυμαστές των καρπών μας
στην αιωνιότητα της αλήθειας μας
στην ελευθερία του παραδείσου
Στον δρόμο της αρετής
η δυσκολία
οι αθετημένες υποσχέσεις του χθες
ο ερωτικός μαρασμός των άδηλων
απολιθώματα σιωπής και προθέσεων
Ο έρωτας
ορχήστρα ασυντόνιστη
όργανα ακούρδιστα
κιθάρα με αμφίβολα μπάσα
Ο έρωτας
χωρίς φόβο
δειλία
συλλογισμό
χωρίς εξηγήσεις και
λύσεις
Ο έρωτας
γιος της φωτιάς
ά-χρονος
ά-τοπος
θράσος της σάρκας
Ο έρωτας, αντάρτης
Αυτοί που έφυγαν
είχαν τη χαρά της επιλογής
αυτοί που έμειναν
ζώστηκαν τη μοναξιά
Έφυγαν
μακριά από τη ματαιότητα
ενός ανέραστου βίου
Έμειναν
καθηλωμένοι στην απραξία
της συνήθειας
ευτυχίες ταγμένες
Έφυγαν
και νοστάλγησαν τη σιγουριά
έμειναν
και λαχτάρησαν την περηφάνια
του φτερουγίσματος
Ένα ταξίδι ποιητικό στη χώρα του έρωτα, μία «ακροβασία σε ανύπαρκτο νήμα» με προορισμό το φως.
Ο « έρωτας αντάρτης / χωρίς φόβο / δειλία / συλλογισμό, / άχρονος / και άτοπος, / θράσος της σάρκας » θα επικηρύξει τα υποκείμενά του στη φθορά και τον θάνατο.
Το ταξίδι έχει αρχίσει για όσους «έφυγαν / νοσταλγώντας τη σιγουριά» αλλά και για όσους «έμειναν / λαχταρώντας την περηφάνια του φτερουγίσματος».
Οι ερωτευμένοι «μεθυσμένοι από το αρχέγονο φως» απαρνιούνται τα εγκόσμια «μουσκεύοντας την ψυχή / στη σιωπή του ονείρου / στην τελετή της αγάπης».
Ο ποιητής τολμά την έξοδο στο πραγματικό προσδοκώντας πως και η έρημος «υδροχαρεί» και ενίοτε ανθοφορεί.
Απογυμνωμένος από μύθους και όνειρα μένει «και πάλι μόνος», χωρίς τη μούσα του, πλήρης ωστόσο από την «αγάπη που άντεξε», την «τέφρα φλογερών εραστών», «θαυμαστής των καρπών» του βιωμένου χρόνου.
Είναι ένα ταξίδι μυστηριακό στα μονοπάτια του έρωτα, όπου ο καθένας συναντά τον εαυτό του μέσα από τον άλλο. Η ακροβασία του έρωτα σε μια πορεία γεμάτη αμφιθυμίες και αντιφάσεις χωρίς λογική με τη διεκδίκηση της αιωνιότητας σ’ ένα μονόδρομο ικανοποίησης του ατελεύτητου των πόθων.
«Ο Τομαράς γνωρίζει την τέχνη να μιλά σε όλους μαζί και στον καθένα χωριστά, να υφαίνει μια ζεστή σχέση εμπιστοσύνης. Με καίρια πληρότητα και επώδυνη ενάργεια, συλλαμβάνει και εκφράζει την αλήθεια της ύπαρξης, πολλαπλασιάζει τις εμπειρίες μας, μάς βοηθά να κατανοήσουμε τα συναισθήματά μας, σκύβει πάνω στην ανθρώπινη μοίρα διατηρώντας τη διαλεκτική οπτική του. Ο αναγνώστης θα βρει στο έργο του μια έντιμη κατάθεση, θα απολαύσει μια σκέψη που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.»
Δανάη Μαρίτσα, Εφημ. Μακεδονία 10/12/2000
Πίνακες της Ντόρας Αντωνιάδου
από τη συλλογή του Ν. Τομαρά
«Πόλεμος ήταν πικραλίδες με αγάλματα»
«Η Ντόρα Αντωνιάδου ανήκει σ’ εκείνους τους καλλιτέχνες, που ταυτίζουν τη ζωή τους με το έργο τους. Γι’ αυτούς η τέχνη δεν είναι ούτε έκφραση ανησυχιών, ούτε εκτόνωση, αλλά το ίδιο τους το προσωπικό βίωμα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ζωγραφική είναι πέρα για πέρα υποκειμενική υπόθεση και ο εξπρεσιονιστικός της χαρακτήρας δικαιολογείται από τον εκρηκτικό δυναμισμό του βιώματος. Ειδικά στην περίπτωση της Ντόρας Αντωνιάδου το βίωμα, που μετουσιώνεται σε εικαστικό φαινόμενο, είναι τόσο δυνατό και έντονο, ώστε η ίδια η εικόνα να παρουσιάζεται δυναμική και εκρηκτική κυρίως σ’ ό,τι αφορά το χρώμα, που αποτελεί και την πεμπτουσία της.
Το χρώμα αναλαμβάνει να διαγράψει το θέμα, που συνήθως αντλείται από το άμεσο περιβάλλον, επιφορτίζεται όμως και με την αποστολή, να μεταδώσει στον θεατή τον παλμό των εσωτερικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Γι’ αυτό άλλωστε και επιλέγονται δύο βασικά αντιτιθέμενοι χρωματικοί τόνοι, που κυριαρχούν: το ψυχρό μπλε και το θερμό κόκκινο. Η αντιπαράθεση, αλλά και η σύζευξή τους δημιουργεί την ένταση και τον παλμό στις συνθέσεις της Ντόρας Αντωνιάδου. Δεν υπάρχει σ’ αυτές ούτε ένα σημείο, που να μην είναι φορτισμένο, ενώ μέσα από τα σχήματα και τα χρώματα αναδύεται το ανήσυχο πνεύμα της εποχής αλλά και το αίσθημα της μοναξιάς, που το στραγγαλίζει. Οι μορφές της Αντωνιάδου είτε είναι συγκεντρωμένες στον εαυτό τους είτε ενεργούν, ενέχουν ένα στοιχειό μοναξιάς και κορεσμού και παντού ελλοχεύει το νόημα του τραγικού. Έτσι όμως κατορθώνει η ζωγράφος να ξεπεράσει το ίδιο της το προσωπικό βίωμα και να περάσει στην περιοχή του υπερπροσωπικού και πανανθρώπινου, που αποτελούν βασικές αρχές της γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας».
Δρ. Στέλιος Λυδάκης, Ιστορικός Τέχνης
«…Η Αντωνιάδου “χτίζει” τη φιγούρα και την επιβάλλει στην όραση του θεατή ενώ ταυτόχρονα την “γκρεμίζει” αποποιώντας, μέσα από τις επικολλημένες φράσεις, τη ρεαλιστική υπόστασή της και τον όγκο της. Είναι η επιβολή και η παράλληλη κατάργηση της εικόνας. Η ανίχνευση πολλαπλών μορφών δημιουργίας και διαφορετικών μορφών προσέγγισης, όπως αυτή εμφανίζεται μέσα από τις εικαστικές ανησυχίες της ζωγράφου…»
Μπία Παπαδοπούλου, Ιστορικός Τέχνης
«Η Μοντέρνα όψη των εικονιζόμενων νέων γυναικών, ενεργοποιεί τη σκέψη πάνω στο παρόν της μοναξιάς και ενός εγκλεισμού όχι κυριολεκτικού αλλά μεταφορικού -του ανθρώπου στον εαυτό του- εντάσσοντας έτσι το έργο στη συγχρονία. Όλα τα έργα, διατηρώντας μια βαθιά εσωτερικότητα, χαρακτηρίζονται από διάφορες εκφάνσεις της σύγχρονης θηλυκότητας, άλλοτε πιο στερεότυπες και ανώδυνες και άλλοτε πιο αυθεντικές, τολμηρές και επώδυνες. Ο θεατής, θα θυμάται αργότερα, την ένταση και τη διεισδυτικότητα ή την αυτοσυγκέντρωση των βλεμμάτων και τη νευρώδη κίνηση, που πετυχαίνει η ζωγράφος».
Βέρα Βασαρδάνη, Ιστορικός Τέχνης
‘Την τε ζωγραφίαν άφθογγον είναι ποίησιν’. «…Υπάρχει μια βαθιά διαλεκτική μέσα στα έργα της Ντόρας Αντωνιάδου, που επιβάλλει το πέρασμα από την αισθητική εμπειρία στην εγκεφαλική διεργασία. Η οπτική απόλαυση ποτίζεται από τη βαθιά τραγικότητα. Η χρωματική ισορροπία, παραπέμπει στην ανελέητη ισορροπία της ζωής και του θανάτου, στη ζωντάνια ελλοχεύει ο θάνατος, στο χαμόγελο και στη γλυκύτητα των μορφών, η βαθύτατη θλίψη, μια αδήλωτη μελαγχολία και η αγάπη ανεπίδοτη.
Η συνύπαρξη πάθους και εγκεφαλικότητας, συναισθηματικής φόρτισης και απόστασης, είναι νομίζω το κύριο χαρακτηριστικό των έργων της Ν. Αντωνιάδου, μιας αποφασισμένης ζωγράφου, που φαίνεται ικανή να σκέφτεται και να αισθάνεται με την ίδια ένταση».
Βέρα Βασαρδάνη, Ιστορικός Τέχνης